- απολυτικός
- -ή, -ό (ΑΜ ἀπολυτικός), -ή, -όν) [απόλυσις]μσν.- νεοελλ.ο σχετικός με την απόλυση ή την απαλλαγήαρχ.-μσν.1. φρ. «ἀπολυτική ἐπιστολή» — επιστολή που χορηγείται σε κληρικό ως άδεια για να μετατεθεί σε άλλη επισκοπή2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀπολυτικόναπολυτίκιοαρχ.αθωωτικός, απαλλακτικός.
Dictionary of Greek. 2013.